Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

 

(… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…)

«Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα

παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)

 

Μπορείς να μη μου λες τι θα κάνω,  είπε

μπορείς;

Πες μου μπορείς; 

 

Είμαι εδώ,  είπε   έτσι θέλω,  είπε

Καταλαβαίνεις;   Μπορείς να καταλάβεις;

 

Το ξέρω, η ώρα, τα μάτια

οι θάμνοι χρυσοί

και τίποτα

τίποτα

 

Άσε με να σε κρατήσω   απλώς άφησέ με!..

 

Όχι,  είπα   όχι τώρα!..

Δεν θέλω τώρα  όχι να μακρύνει

ο καιρός

δεν θέλω ν’ ανοίξει

 

Γύρισε από κει,  είπα

μη με κοιτάς   μην κάνεις έτσι

 

Όχι,  είπε   εγώ θα κάνω έτσι

 

ανάλαφρα το χέρι της

στάλαξε βράδυ

κι ούτε στιγμή ο κήπος σαστισμένος

 

Κράτα με τότε,  είπα

κράτησέ με   μην κουνηθείς

 

Είπε, καλά   σε κρατάω

 

Ησύχασε,  είπε

 

Μετά τίποτα  -  τίποτα μετά 

 

Σηκώθηκα

πήγα κι άναψα ένα τσιγάρο

 

Για όνομα του θεού,  είπα

για όνομα του θεού   τι κάνουμε εδώ;

εσύ έχεις παγώσει

 

Μην κάνεις έτσι,  είπε

οι δυο μας είμαστε   εδώ

 

Α  νύχτες  κι  άστρα  

φεγγάρι μες στη μέρα

 

Σβήσε το τσιγάρο,  είπε

 

Όχι,  είπα 

 

Σβήσ’ το

σβήσε το,  σε παρακαλώ

 

Καλά,  είπα

τώρα το σβήνω, να

 

Μην πίνεις,  είπε

σταμάτα πια να πίνεις

θα πεθάνεις

 

Όχι,  είπα

 

Καλά,  είπε

τώρα μπορείς μ’ ακουμπήσεις; 

 

Μπορώ,  είπα 

 

Δεν ξέρω,  είπα…

[πρώτα  αποσπάσματα  από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά Ο ΚΗΠΟΣ -  ΟΧΙ ΕΓΩ  2005.  

Εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη 2015]

 


ΣΤΡΩΜΕΝΟΣ ΓΥΡΩ ΤΗΣ Ο ΚΗΠΟΣ

(… η γη που γάλα έξω χάραζε  και  το αθόρυβο του λόφου φως…)

Λίγο;   μπορούμε λίγο;   είπε

 

Δεν έχει λίγο,  είπα

ποτέ δεν έχει λίγο

 

Ναι;  είπε

 

Αργά ό,τι κι αν κάνεις,  είπα

αργά,  αν θέλεις να κρατήσει


Ας τα  αυτά,  είπε

άφησέ τα

άσε τα λόγια  κι  έλα εδώ

 

Τώρα,  είπα

ένα λεπτό

 

Ένα,  είπε,  ένα λεπτό

αυτό είπα,   αυτό δεν είπα;

 

στρωμένος γύρω της ο κήπος

ποτέ να μην την έβλεπα καλύτερα;

 

Εντάξει,  είπα,  τώρα δεν μπορώ

ε  δεν μπορώ,  δε βλέπεις;


Δεν βλέπω τίποτα,  είπε

τι ειν’ αυτά που λές;

 

η πλάτη που αργά στη θάλασσα

τα γελαστά της μάτια

το κίτρινο το μονοπάτι

 

Για όνομα του θεού,  είπα   πώς μπήκες έστι;

Πες κάτι

κάτι δεν έπρεπε να πεις;

 

Δεν καταλαβαίνεις,  είπε

απλούστατα δεν καταλαβαίνεις

Αυτό είναι

Τι να πω;  τι να πω;  στο θεό σου

 

Φυσάει,  είπα   θα μας πάρει!.

 

μπα,  άλλο ήθελα να πω

 

μέσα στο στόμα της

εκεί που τώρα μ’ ανασαίνει

μες στο τέλος

 

Σκασίλα μου,  είπε

Φοβάσαι;  Μη μου πεις ότι φοβάσαι; 

 

ψηλά να ξεχειλίζει το ποτάμι

και τα παιδιά γελώντας   εδώ μαζί

Πάσχα    βούιζε Πάσχα

 

Κοίτα με, είπε   κοίταξέ με

μπορείς να με καταλάβεις επιτέλους;

 

Ωραία, λέω, σε κοιτάω

 

Τώρα όμως, είπε

 

Όχι τώρα,  είπα

τώρα,  δεν μπορώ τώρα

Καταλαβαίνεις δεν μπορώ

 

Εντάξει,  είπε

γιατί;  πες μου γιατί;

 

Δεν ξέρω,  είπα

 

Φοβάμαι,  είπα

 

Τι διάολο φοβάσαι;  είπε

εγώ είμαι

αλλού κοιτάς εσύ

γύρνα από δω

 

Σε λίγο, είπα

 

θα πέσουνε οι νύχτες απ’ τα δένδρα

εκεί ψηλά που κλάδευε στη σκάλα

 

Σε λίγο τι;  είπε

τι δηλαδή σε λίγο;

σε λίγο τι να γίνει πες μου

 

Άφησε το μπουκάλι στο τραπέζι,  είπα

λίγο να κοιμηθώ

 

εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες

 

Να κοιμηθείς;  λέει

λες τώρα λες να κοιμηθείς;

 

Ναι,  λέω   λίγο…

[αποσπάσματα από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά Ο ΚΗΠΟΣ  -  ΟΧΙ ΕΓΩ 2005 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη]

 

ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΧΑΜΩ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

(… γυρίζει τώρα  και  με βλέπει  κι  άδειος καθρέφτης όσο τίποτα ποτέ …)

Δεν ξέρω λέει τι μου λες

δεν μου μιλάς σαν άνθρωπος

λες άλλ’ αντ’ άλλων

 

Δεν καταλαβαίνω,  λέω

μπορεί να μην καταλαβαίνω

δεν είμαι στα καλά μου

 

Μπορείς να μη μου το λες;  είπε

πες μου,  μπορείς;

μην ξαναπείς δεν είμαι στα καλά μου

 

Μπορώ,  λέω

ωραία,  δεν το ξαναλέω

Έλα τώρα

 

Έλα τώρα;  είπε

όποτε θες εσύ;

 

Σε παρακαλώ,  είπα

 

Τι θες να κάνω;  είπα

για όνομα του θεού,  τι θες να κάνω;

θυμάσαι;  έχει ξαναγίνει

 

Μιλάς σαν μεθυσμένη,  είπε

μην μιλάς σαν μεθυσμένη  άμα δεν είσαι μεθυσμένη

δεν έχε  ξαναγίνει τίποτα

τι θες να θυμηθώ;

αυτό είναι

 

κι ανεβαίνει τις σκάλες

ο κήπος βουβαίνεται

οι μενεξέδες σοβαροί

 

δεν ξέρω,  είπα

 

Εντάξει,  είπα

 

Τι ώρα είναι;  είπα

 

Τι κρίμα να μην ξέρεις,  είπε

κρίμα

Μου λες τι στο καλό τη θες την ώρα;

 

γέρνει

το άλογο και ο λαιμός του

γέρνει στης καλαμιάς το χάδι

κι αυτή μόνη κοιμάται

 

Μπορείς να μου πεις  μ’ αγαπάς;  είπα

μπορείς;

πες μου μπορείς;

 

Όχι,  είπε

 

Σ’ αγαπάω,  είπε

 

Ωραία,  είπα

πες ό,τι θέλεις τώρα

πες το  κι  ας είναι άλλοτε

ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ.  324

[αποσπάσματα από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά Ο ΚΗΠΟΣ  -  ΟΧΙ ΕΓΩ 2005 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη]

 

ΝΑ ΤΩΡΑ ΝΑ Ο ΘΡΗΝΟΣ

(… μες στο στόμα μου  τα δένδρα κυκλωμένα απ’ την ομορφιά τους…)

Εκεί, είπα, να εκεί   Εκεί;  είπε πού εκεί;   Να, είπα, άπλωσε το χέρι σου   Άσε το χέρι μου,  λέει   για άσε με ένα λεπτό,  τι σφίγγεις έτσι;   Δεν σφίγγω,  λέω,  δεν μπορώ  τι διάολο να σφίξω;    Ας τα αυτά,  γελάει   τι θες να πεις;   τρελάθηκες τελείως;   Αυτό που λέω,  είπα   Ακούς;  μπορείς ν’ ακούσεις;   κάπου γλυκά και ήσυχα   μέσα στο τίποτα   που ολοένα θα μου λιώσει την καρδιά   Ακούω,  λέει,, πες μου   σ’ ακούω όταν μου μιλάς σαν άνθρωπος   τώρα, μέρα και νύχτα τώρα   Έλα την άνοιξη στον κήπο,  λέω ,   μην πας εκεί  μην πας   λίγο ακόμα.  Λίγο;   Εντάξει,  λέει   στον κήπο πάντα μ’ άρεσε   κούπες χρυσές,  φως και κρασί   Ναι;  λέω   Ναι,  λέει  αλλά γιατί;   τι να το κάνεις;  στο θεό σου   Λέω:  φυσάει εκεί πέρα, να   φυσάει σαν δαιμονισμένο   πώς διάολο μπορείς;   Μπορώ,  λέει   αφού μπορώ;   Τι έπαθες;   μονάχα θάλασσα μυρίζει   Πού;  λέω   Για πού μιλάς εσύ;   Βγάζει το κοκαλάκι απ’ τα μαλλιά της.  Τα χέρια της σηκώνει.  Μια άλλη που σηκώνει λίγο και τη φούστα της προτού ανέβει τα σκαλιά.  Κοιτάζει προς τα κάτω χαμηλά,  το σιωπηλό νερό κοιτάζει,  το στόμα μου κοιτάζει,  να εκεί·  εκεί που τώρα η ψυχή μου ανασαίνει.  Ο κήπος πίσω της.  Προσεκτικός κι ακτινοβόλος   Λέει:  Πάρε μου τα μαλλιά από το πρόσωπο   Χτυπάει η καρδιά σου,  λέει   ακούω την καρδιά σου να χτυπάει   Δεν ήπια τώρα λέω άλλο   Δέω:  μπορεί να είναι αυτό   Η μυρωδιά της  μήλου μυρωδιά   Λίγο ακόμα,  λέω   Μπορεί,  λέει   μπορεί και όχι…  ΣΥΝΕΧΕΙΑ από τη σελ. 330   [επιλογές από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά  Ο ΚΗΠΟΣ  -  ΟΧΙ ΕΓΩ 2005 – από το συγκεντρωτικό τόμο ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ,  Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ]

Παρασκευή, 17 Μαΐου 2024

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Α ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΪΔΕΥΕΙΣ ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΕ ΧΑΪΔΕΥΕΙ…

 (…και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον…)

… σαν μέλλον ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα,
το φιλί που αγριεύεται και σκοτεινιάζει,
τα μάτια των ανήξερων των ζαρκαδιών
ως το πολύ ανοιχτό μάτι κοπέλας του θανάτου…
 
Ευτυχώς που τ’ αυτιά λαίμαργα μεγαλώνουν τον ήχο
και τον μετατρέπουν σε χρώμα
που κι αυτό πάλι μεθερμηνεύεται σε πολλαπλές αποχρώσεις,
με ισάριθμα νοήματα,
ικανά να μετατραπούν πάλι σε εικόνες και ούτω καθεξής.
Που σημαίνει ότι ο άνθρωπος πορεύεται πάντοτε
λίγο πριν και λίγο μετά τις αισθήσεις του.
 
Να αναλύεις ένα σκίρτημα
ή να το καθηλώνεις σε μια στιγμή οιονεί αιώνια!..
Να δίνεις την ευχέρεια στην ύλη
να χάνει τόση απ’ τη βαρύτητά της
 όση της χρειάζεται για να επιχειρεί μαζί σου πτήσεις,
είναι μια ευχαριστία.
 
Α παιδιά της πέτρας και του μετάλλου,
αλλά και του ρυθμού και του ιλίγγου.
Για μια χούφτα ευ ζούμε όλοι μας
κι ας όψεται η απροσεξία του χρόνου…
 
Είναι ανάγκη στις εκατό στροφές του μηδενός
το περιούσιον άσμα ν’ ακουστεί
της μιας στιγμής η μία χαρά!..
 
Και σκληρή σωστή πέτρα μπορεί να γίνεται κάποτε
 η μοναξιά   κι  άλλες φορές πάλι σκέτο πούπουλο…
 
Η φιλία δύο αισθήσεων 
είναι συχνά και η έναρξη μιας ερωτικής ιστορίας.
Όταν εγγίζεις βλέπεις
κι όσα κατεβάζει ο νους μας έρχονται
από τους διαφορετικούς ορόφους.
 
Κι όμως διαφορετικός θα ήταν ο Μάιος
αν αντί να πληρώνουμε και τέλη για την εισπνοή του οξυγόνου του,
λαλούσαμε πέτρα και λαλούσαμε νερό με την ελπίδα
ν’ αναφανεί μια μέρα ένα καινούργιο άλσος,
κατάλληλο να δεχθεί την ταφή μας.
 Έαρ χρειάζεται και ζωή πλήρης καθαρότητας,
για ένα δώρο που κανείς άλλος δεν μπορεί να στο προσφέρει

[σκόρπιοι αφορισμοί Οδυσσέα Ελύτη από τον ΚΗΠΟ με τις ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ εκδόσεις Ύψιλον / βιβλία 1995.

Ακολουθούν αποσπάσματα από τη ΣΚΟΛΗ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ (4η ενότητα της συλλογής)  

τους ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΥΣ  a la Tchaikovsky (5η ενότητα)  και

LUMINI  και  SOMBRI  (6η και τελευταία ενότητα)

 

 


ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ  

(τέταρτη ενότητα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ Εκδόσεις Ύψιλον/ βιβλία 1995)

Αέρας είναι αυτός δεν πιάνεται. Σύμφωνοι. Ο ίδιος όμως από πού πιάνεται; Από την άκρη του σεντονιού της θάλασσας, που τ’ ανασηκώνει κάποτε τόσο ψηλά ώστε για μια στιγμή να βλέπεις την γυμνή πλάτη του ουρανού γεμάτη αφρούς και κοχύλια; Απ’ τις αυλές και τους φωταγωγούς των παλαιών σπιτιών, όπου λουφάζει και μουγκρίζει ολονυχτίς, ώσπου με το πρώτο ξύπνημα ξεσπά και ξετυλίγει μια σειρά κατάλευκους φλόκους στην Πάρο, την Ίο, την Μύκονο; Ή μήπως απ’ τα ξεχαρβαλωμένα πορτοπαραθυρόφυλλα, όπου μάλιστα αν συμβεί και θυμώσει αρχίζει να μιλά και στην παλιομαραγκική; Μπορεί ωστόσο να ομιλεί και στην καθαρόαιμο Ελληνική, αν τύχει και επικρατήσει νηνεμία, οπόταν δεν ξέρεις παρά ν’ αφηγηθείς τα πάθια του Βέλθανδρου και της Χρυσάνζας, για να δεις ν’ απλώνεται γύρω σου μια ζωηρή μικρή θάλασσα, μαϊστρο-τραμουντάνα.

Α τι ωραία που είναι να χαϊδεύεις το χέρι που σε χαϊδεύει και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον, όπως οι παλαιές ανθοπώλισσες μέσα σε πανεράκια προσφέροντας σκουλαρίκια γιασεμιά και γαρδένιες βέρες της μιας στιγμής και του πάντοτε. Άνεμε άνεμε, ο μονογενής της Τήνου και πολύτεκνος των Κυκλάδων, που με λυτό μαλλί κοριτσιών ξέρεις να υπογράφεις και καρένες πλαταγιστές να τυμπανίζεις, κέρνα μας σωφροσύνη απ’ αυτήν που διδάσκει ο υιός της Ήρας. Έτσι ώστε ούτε ο κίνδυνος να γίνεται αντίπαλος του πλου ούτε ο πλους αντίπαλος του κινδύνου.

Μικρέ υιέ της Ήρας, μήπως είσαι και της Αφροδίτης; Μήπως τα ροδάκινα της θάλασσας θάλλουν και στο στήθος σου; Είσαι ο αφανής ευεργέτης των χρωμάτων, ο κλέφτης των συριγμών, ο επιτήδειος των θεσπέσιων θορύβων. Μαζί σου είναι που βλέπουμε σαν ν’ ακούμε κι ακούμε σαν να βλέπουμε κάτι μπλε Ποσειδώνος ή χρυσών Μυκηνών, γα να μην πω για κείνο το ιώδες Αριγνώτας ή τ’ αναπάντεχον οίνοπον ταραγμένου Αδραμυτικού. Ευτυχώς που τ’ αυτιά λαίμαργα μεγαλώνουν τον ήχο και τον μετατρέπουν σε χρώμα που κι αυτό πάλι μεθερμηνεύεται σε πολλαπλές αποχρώσεις, με ισάριθμα νοήματα, ικανά να μετατραπούν πάλι σε εικόνες και ούτω καθεξής. Που σημαίνει ότι ο άνθρωπος πορεύεται πάντοτε λίγο πριν και λίγο μετά τις αισθήσεις του.

 

Εφτά φορές τ’ αυτιά μεγαλωμένα

Δεν χορταίνουν πέλαγος

Τα εφτά λοϊσιμα πράσινα

Το σκούρο σιμωτινό συνάμα κι άπιαστο

Λίγο πιο ανοιχτό η πίκρα μου η άλλου ποτέ δεν μοιάζει

Ακόμη πιο ανοιχτό μια κρύα φωνή σαν μέλλον

Ο κρυφός ο κήπος με τα οπωροφόρα

Το φιλί που αγριεύεται και σκοτεινιάζει

Τα μάτια των ανήξερων των ζαρκαδιών

Ως το πολύ ανοιχτό μάτι κοπέλας του θανάτου

 

Του κάθε διαφορετικού δένδρου η φυλλωσιά έχει και τη δική της διάλεκτο, που αν έχεις βγάλει τις πρώτες τάξεις του δημοτικού στην Σχολή των Ανέμων κι έχεις περάσει τον «θρου», τον «ψίθυρο», την «αύρα» θα μπορείς σε μιαν ίσης δεκτικότητας εποχή να βρεις το ανάλογον ενός Φιλόδημου ή ενός Μελέαγρου, ενός Λόγγου ή ενός Λουκιανού. Και μην πει κανείς πως στην εποχή μας η φύση δεν μιλάει πλέον στους νέους της τεχνοκρατίας. Οι νέοι της τεχνοκρατίας δεν μιλούν πλέον στη φύση εξ ου και το ασύνδετο και ασύστατο των μέσων μαζικής επικοινωνίας, όπου σε μιαν εκφραστική φθογγολογικής ανεμοβλογιάς, αλλά προτείνει εις την ρωσική ο Σουηδός και άλλα του επιτάσσει εις την αγγλικήν ο Ιάπων.

Καημένε Αλέξανδρε, που πριν προλάβεις ν’ αποκληθείς Μέγας πήγες να λουστείς στα κατάψυχρα ύδατα ενός ασήμαντου ποταμού, για να αφήσεις ορφανούς από την πιο σημαντική γλώσσα την οικουμένη. Αφάνταστον, αλήθεια! Μ’ άλλα λόγια κάτι ασύλληπτον για τον οποιονδήποτε που δεν συμπίπτει να λέγεται Martin Haidegger. Αλλά ευτυχώς που υπάρχει πλάι στο αφάνταστον και το φανταστικόν, που γίνεται τόσο ευκολότερα κατανοητό για μας όσο δυσκολότερα είναι για την παραμεταγλώττισή του από την οποιαδήποτε μία στις υπόλοιπες αισθήσεις.

Στο βασίλειο της ακουστικής φαντασίας και από την άποψη της απλής ηχολαλιάς, δεν είναι μόνον η «επί φύλλου ανεμική που ανακαλεί κείμενα. Είναι η «εξ ύδατος άδουσα ροή», που αυτή πλέον εκβάλλει κατευθείαν στην εικόνα. Το κατρακυλητό, το μουρμούρισμα, το μινύρισμα με κάθε άκουσμα, προς τα εμπρός, μετατρέπονται σε πολλαπλά σχημάτων παιχνίδια, που, εάν δεν είσαι πρώτου βαθμού άξεστος στην κατηγορία των αισθήσεων, λαλούν με ποικίλους τρόπους και πλουτίζουν απροσδόκητα το οπτικό μας πεδίο. Θαυμάζουμε τον Klee, τον Rothko, χωρίς ν’ αναρωτηθούμε ποτέ με ποιον τρόπο επέτυχαν ν’ αυτοκαθαρθούν. Την απάτη ένας οφθαλμός την δέχεται. Την πονηρία ποτέ. Ευχάριστο δεν είναι το ωφελιμιστικό και ο ζωγράφος ξέρει.

Ψιλοβρέχει στον κατήφορο με τις φτελιές και σε λίγο θωρείς να κατεβαίνει σφυρίζοντας ο ποδηλάτης Ιανουάριος. Τα δυο πλοιάρια έγιναν ένα. Παράδεισος που να έχει κερδηθεί σε λαχείο δεν γίνεται. Στους απανταχού Ιερεμίες φωνάζω χαιρετίσματα. Η μουντζαλιά της Άνοιξης είναι πάντοτε τριανταφυλλιά.

 

ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ  α La Tchaikovsky 

(5η ενότητα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ Εκδόσεις Ύψιλον/ βιβλία 1995)

Ν’ αναλύεις ένα σκίρτημα ή να το καθηλώνεις μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου, χωρίς η πραγματικότητα να παρουσιάζει το πραγματικό ρήγμα, είναι ήδη πολύ. Όμως να δίνεις την ευχέρεια στην ύλη να χάνει τόση απ’ τη βαρύτητά της όση της χρειάζεται για να επιχειρεί μαζί σου πτήσεις, είναι μια ευχαριστία.

Πουθενά δεν επιστρέφει μεταμελημένος, παρεχτός εκεί που ευτύχησες μα δεν το δήλωσες, ο Θεός. Αθρόο φαίνει ο αθώος φως. Και η φύσις πληρώνει.

 

ρόδια μικρά κλειστά περιστρεφόμενα

επειδή και τα δένδρα δεν γνωρίζουν δύση

στου Γιουδαπάν τα πάνω περιβόλια

αλλά διαδοχικά το φως διανύει

του πήδου και της απλωσιάς μηνύματα ευαφύπνιστα

τις διαβαθμίσεις όλες

παιδάκια ωρολογιακά των δένδρων

ενός μεταξένιου μπλε μωβ basso continuo

τι με το πόδι το δεξί τ’ αριστερού την τύχη κυνηγάτε;

από τ’ ανεξακρίβωτα νερά της Οδησσού

εδώ εγεννήθηκεν πανσές εκεί μωβ εκκλησάκι

ως τα της Οδυσσείας τα διάφανα

παντού μικρών καημών τα ωά

φανάρια των υπτίων νυχτών που σβήνουν και όχι

και πουθενά η αγάπη

εμπρός των Ρως και των Γραικών

και η αγάπη πουθενά

combrio το πρόσταγμα

φοράδες ήχου ετάχυναν τα χτυποκάρδια του νερού

σαν να θωρείς ν’ ανάβουνε άξαφνα

στους λόφους του Σβολέν που ανάψανε

στα σκοτεινά

κόκκινα παλιό της πλέον αιφνίδιας μέρας

ρόδια μικρά κλειστά περιστρεφόμενα.

 

Αυτό ο χείμαρρος ο ανεβατός πού πάει; Κι ο σταματημός της μιας στιγμής, ο οιονεί αιώνιος. Υπάρχουν άνθρωποι της παλαιής λαλιάς κι υπάρχουν κι εγκαταλελειμμένοι ανθώνες. Ροδάκι του άσσου κι άλφα μούρλια! Στενεύεται ο χρόνος κι αναγκάζεται να εξαργυρώνει: να κορίτσια! να γοβάκια! να γυαλί τετραγωνάκια! Είναι ανάγκη στις εκατό στροφές στεναχώριας να παράγουμε και μία χαράς. Δικαιοσύνη.

 

το λι το λι το λίκνισμα

το κα το επάνω χέρι

Δύο τρία πέντα οχτώ

μαύρο μου ’γινες λευκό

Φύσα εδώ και φύσα εκεί

το σπαγκάκι το γατί

βασιλέα κάνε με

φουστανάκι μου άνεμε

Το λυ το λυ το λύγισμα

λίγου που αγγίζει αγκώνα

ένα δύο πέντε οχτώ

δεκαέξι ευχαριστώ

 

Η φιλία δύο αισθήσεων  είναι συχνά και η έναρξη μιας ερωτικής ιστορίας. Όταν εγγίζεις βλέπεις κι όσα κατεβάζει ο νους μας έρχονται από τους διαφορετικούς ορόφους. Α παιδιά της πέτρας και του μετάλλου, αλλά και του ρυθμού και του ιλίγγου. Για μια χούφτα ευ ζούμε όλοι μας κι ας όψεται η απροσεξία του χρόνου. Θα τιμωρηθεί. Αν ίσως δεν σηκωθεί ξάφνου δυνατός άνεμος κι ακουστεί του μηδενός το περιούσιον άσμα.

 

Lumini και Sombri 

(6η ενότητα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ Εκδόσεις Ύψιλον/ βιβλία 1995)

Και σκληρή σωστή πέτρα μπορεί να γίνεται κάποτε η μοναξιά σου. Και άλλες φορές πάλι σκέτο πούπουλο. Είναι που την βρίσκεις να διαμορφώνεται άλλοτε μέσα στη μεγάλη σύναξη των ανθρώπων κι άλλοτε πάλι στη ερημία των πάρκων, την ώρα που κι οι πάπιες ακόμα δεν σου δίνουν σημασία ι αποσύρονται στην χλόη να κοιμηθούν. Τότε είναι που νιώθεις την απελπισία να σου βγαίνει από το στόμα έξω, χωρίς ίσως τη δύναμη που μπορεί να έχει ένα δηλητηριώδες φάρμακο, αλλά και χωρίς τουλάχιστον τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Περνάς ένα διάστημα ταινίας βωβού κινηματογράφου. Και ξαφνικά, τα γράμματα που δεν έχεις αρχίσει να τα μιλάς, βάλνονται να σχηματίζουν με τρόπο απροσδόκητο ορισμένα ερωτηματικά. Μήπως η απελπισία δεν είναι στο βάθος μια άπω ελπίς; Οπόταν και η μοναξιά συμβαίνει να είναι η μόνη αξία που έχει τη δύναμη να την αποκαλύψει;

Μια στιγμή. Γιατί εδώ πέρα έχει παρεμβληθεί ανάμεσα στον νόμιμο υποβολέα ένας άλλος, λιγότερο ίσως πονηρός ώστε να παίζει με τα λόγια και περισσότερο ευφυής, ώστε να προσαρμόζει τις φευγαλέες αλήθειες στη μία και μόνη πραγματικότητα. Και βέβαια εάν μοιάζουν μεταξύ τους ορισμένα λόγια σημαίνει πως είναι από την ίδια οικογένεια, πως είναι συγγενείς. Οπόταν μια δράση με τα ίδια πρόσωπα και γύρω από την ίδια υπόθεση, θέλοντας και μη, αποκτά μιαν αληθοφάνεια πολύ πιο πειστική στο επίπεδο της πραγματικότητας. Χρειάζεται μεγάλη απόσταση και ανάλογο εύρος για να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο. Ποιο; Της ζωής και του τρόπου να ερμηνεύεις σωστά όλα της τα μυστήρια.

Περί αυτού πρόκειται. Γλύπτες και ζωγράφοι, συγγραφείς και φιλόσοφοι, ποιητές και μουσικοί, όλοι μαζί, όσοι έχουν λυτές τις πέδες της καθημερινής τριβής, αυτό το φως ζητούν να εξαργυρώσουν και να το θεωρήσουν το πραγματικό συστατικό της δεύτερης και αληθινής τάξης του κόσμου.

Μυριάδες μικροσκοπικοί, φωτεινοί κόκκοι –Lumini- κι άλλοι τόσοι σκοτεινοί -Sombri- μοιράζονται την επιφάνεια της όρασης, που ’λεγε κι ο Γιώργος Σαραντάρης. Συμβάντα που συμβαίνει να συμβαίνουν και σε συμβατές και ασύμβατες καταστάσεις αντισυμβάλλονται, μέχρις ότου η άπω ελπίς στο τέλος να γεννηθεί. Ο καθείς με τον τρόπο του και, τι περίεργο, με τον τρόπο που η τέχνη του συνήθως βρίσκει ευχερέστερα να εκφραστεί. Και μόνο ένα πέρασμα γρήγορο απ’ τις αίθουσες Uffizi της Φλωρεντίας αρκεί να σε κάνει επί μέρες να κυκλοφορείς με μια χρυσάχνη, σαν να ’σουν μέλος του οίκου των Angelico. Κάτι ανάλογο που νιώθεις μετά που διάβασες μερικές σελίδες του Holderlin ή του Shelley ή άκουσες μοτίβα του Hydn και του Mozart. Άμε τώρα να βρεις άκρη ανάμεσα στην National Gallery και την Tate ανάμεσα στον Vivaldi και τον Mahler, τον Eliot, τον Valery και τον Blake.

Κι όμως βρίσκεις. Βγάζεις μάλιστα εύκολα κι ένα γενικό συμπέρασμα. Στις παραστατικές τέχνες –αν μάλιστα ξεκινήσει κανείς από τους Κρήτες και τους Θηραίους, τους Αιγυπτίους (μόνον για τα έγχρωμα ανάγλυφα), τους Ετρούσκους, τους Προαναγεννησιακούς – υπερψηφούν συντριπτικά οι Lumini. Στις τέχνες του ήχου περίπου ισοψηφούν. Και στις τέχνες του λόγου οι Sombri όχι μόνο υπερψηφούν αλλά καλύπτουν το 90% της λογοτεχνίας, της διεθνούς. Πού μπορεί να οφείλεται αυτό; Στην ποίηση τη λυρική των Αρχαίων η υγεία σφύζει και ξεχειλίζει σαν να πάτησες τη ρώγα μιας λέξης και να ευωχείσαι κάθε στιγμή απ’ το χυμό της. Ακόμη και στις περιόδους της δήθεν παρακμής, ως και στα αναθηματικά επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, δεν ακούγεται αναστεναγμός, αλλά μόνον σέβας και τάξις. Και είναι αυτά όλα, ίσα-ίσα, που με τους τραγικούς αναποδογυρίζονται και δείνχουν την άλλη τους όψη.

Α κινδυνάκι, τι μικρό που φαίνεται μπροστά στα όσα φοβερά κουβαλάς! Και πόση η δύναμη του απορρυθμιστική του χρόνου, που βραδύνει το ταχύ και ταχύνει το βραδύ, με τέτοιον τρόπο που ολόκληρο το φορτίο της ζωής που σηκώνουμε, αν είναι γνήσιο, αν είναι από πηγή, να φτάνει σε τέτοιο απώτατο άκρο ώστε να μας βαρύνει ακριβώς όσο και η έλλειψή του. Μια μέρα η δικαιοσύνη θ’ αποκληθεί «ακριβής στιγμή», κατά το υπόδειγμα των μεγάλων αρχιτεκτόνων και ναυτιλλομένων, που έδωσαν το παράδειγμα όπως ο Ικτίνος, ή ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος ή ο Κοσμάς ο Σπετσιώτης. Το δίκαιο θα απονέμεται τα μεσάνυχτα, κατά το υπόδειγμα της Ατλαντίδας σ’ ένα ύπαιθρο βαθυκύανο που μυρίζει θυμάρι. Οπότε, όποιο φεγγάρι θελήσει να βγει, δεκτόν.

 

(Διάλειμμα ενός λεπτού) 

ΜΙΑ ΛΕΠΤΗ ΣΥΡΜΗ ΝΕΡΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

(… τόσο ασημένια που γίνεται κορδέλα στον βόστρυχο ενός κοριτσιού  κι  ολοένα  αιφνιδιάζεται απ’ τους δικούς μου λογισμούς…)

που αφήνω επίτηδες να τρέχουν δίπλα του ενώ αδειάζει όλος ο ουρανός χαμηλά το φεγγάρι σπλαχνοφόρο και τ’ αρνάκια του βορρά να τρέχουν, να βελάζουν κατά μιαν ατέρμονη Θεσσαλών νίκη…  Οι ιθαγενείς της νύχτας παρ’ όλα αυτά ροδίζουν.   Αρκεί να σημάνει η στιγμή.  Στον καθένα μας εδόθη τριαντάφυλλον και δικός του λογαριασμός  πότε και με ποιον τρόπο θα βοηθήσει στο ανέβασμα της ημέρας.  Κόβοντας τον ήλιο στα τέσσερα,  όπως μερικοί απ’ τους Πυθαγορείους υποστήριζαν;  Αντικαθιστώντας εναλλάξ τα μήκη και τα πλάτη,  τα ύψη και τα βάθη στις διαστάσεις της καθημερινής μας ζωής;  Φτάνοντας σε τέτοιο σημείο που ν’ αλλάξουν ως και το σχήμα της υδρογείου;   Καμιά ζωή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ όπως την είχε κανείς προσχεδιάσει!..  Η τύχη δεν κατασκευάζεται, αν και η οργάνωσή της σε κάποιο χώρο εν αγνοία μας συντελείται.  Είμαστε το πλήρωμα ενός υπερωκεανίου, που ταξιδεύει διαρκώς  και  διαρκώς βρίσκεται στην ίδια θέση.  Σαν τη γάτα που γυρνά για να πιάσει την ουρά της!.. Ένας αέναα περιστρεφόμενος κλειστός κύκλος…

Τρίτη, 14 Μαΐου 2024

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ